ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟ
ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟΥ
Σήμερον της σωτηρίας ημών το κεφάλαιον
και του απ' αιώνος μυστηρίου η φανέρωσις.
Ο Υιός του Θεού υιός της Παρθένου γίγνεται
και Γαβριήλ την χάριν ευαγγελίζεται.
Διό και ημείς συν αυτώ, τη Θεοτόκω βοήσωμεν:
Χαίρε Κεχαριτωμένη, ο Κύριος μετά σου.
Επέσανε
τα Γιάννενα ...
(Αριστοτέλη
Βαλαωρίτη)
Επέσανε τα Γιάννενα, σιγά να
κοιμηθούνε,
εσβήσανε τα φώτα τους, εκλείσανε τα
μάτια.
Η μάνα σφίγγει το παιδί βαθιά στην
αγκαλιά της,
γιατί είναι χρόνοι δίσεχτοι και
τρέμει μην το χάσει.
Τραγούδι δεν ακούγεται, ψυχή δεν
ανασαίνει.
Ο ύπνος είναι θάνατος και μνήμα το
κρεβάτι,
κι η χώρα κοιμητήριο κι η νύχτα
ρημοκλήσι.
Άγρυπνος ο Αλη-πασάς, ακόμη δε
νυστάζει,
κι εις ένα δέρμα λιονταριού βρίσκεται
ξαπλωμένος.
Το μέτωπό του είναι βαρύ, θολό,
συγνεφιασμένο
και το ΄βαλεν αντίστυλο το χέρι του,
μην πέσει.
Χαϊδεύει με τα δάχτυλα τα κάτασπρά
του γένια,
που σέρνονται στου λιονταριού τη
φοβερή τη χαίτη.
Αγκαλιασμένα τα θεριά, σου φαίνονται
πως έχουν
ένα κορμί δικέφαλο , το μάτι δε
γνωρίζει
ποιο τάχα ναν΄ το ζωντανό και ποιο το
σκοτωμένο.
ΘΟΥΡΙΟΣ
(ΡΗΓΑΣ ΒΕΛΕΣΤΙΝΛΗΣ)
Ως πότε παλικάρια, να ζούμεν στα
στενά
μονάχοι σαν λιοντάρια, στες ράχες,
στα βουνά;
Σπηλιές να κατοικούμεν, να βλέπομεν
κλαδιά,
να φεύγομ΄ απ΄ τον κόσμον, για την
πικρή σκλαβιά;
Να χάνομεν αδέλφια, πατρίδα και
γονείς,
τους φίλους, τα παιδιά μας κι όλους
τους συγγενείς;
Κάλλιο ΄ναι μίας ώρας ελεύθερη ζωή,
παρά σαράντα χρόνοι σκλαβιά και
φυλακή !
Τι σ’ ωφελεί αν ζήσεις και είσαι στη
σκλαβιά;
Στοχάσου πως σε ψένουν κάθ΄ ώραν στη
φωτιά.
ΚΛΕΦΤΙΚΗ ΖΩΗ
Μαύρη μωρέ, μαύρη ζωή που
κάνουμε (2)
Μαύρη ζωή που κάνουμε, εμείς
οι μαύροι κλέφτες (2)
Με φο – μωρέ, με φόβο τρώμε
το ψωμί (2)
Με φόβο τρώμε το ψωμί με φόβο
περπατάμε (2)
Ποτέ μωρέ, ποτέ μας δεν
αλλάζουμε (2)
Ποτέ μας δεν αλλάζουμε και
δεν ασπροφορούμε (2)
Όλη μωρέ, ολημερίς στον
πόλεμο (2)
Ολημερίς στον πόλεμο, το
βράδυ καραούλι (2)
Μαύρη μωρέ, μαύρη ζωή που
κάνουμε (2)
Μαύρη ζωή που κάνουμε, εμείς
οι μαύροι κλέφτες (2)
ΜΑΝΑ ΜΟΥ ΤΑ
ΚΛΕΦΤΟΠΟΥΛΑ
Μάνα
μου τα… μάνα μου τα κλεφτόπουλα. (2)
Τρώνε
και τραγουδάνε,
άιντε
πίνουν και γλεντάνε. (2)
Μ’
ένα μικρό, μ’ ένα μικρό κλεφτόπουλο, (2)
δεν
τρώει, δεν τραγουδάει,
αμ’
δεν πίνει, δεν γλεντάει. (2)
Μον’
τ’ άρματά του, μον’ τ’ άρματά του κοίταζε, (2)
του
τουφεκιού του λέει:
γειά
σου Κίτσο μου λεβέντη. (2)
Τουφέκι
μου, τουφέκι μου περήφανο, (2)
σπαθί
μου τιμημένο,
μια
χαρά ‘σουν το καημένο. (2)
Πόσες
φορές, πόσες φορές με γλίτωσες (2)
Απ’
του εχθρού τα χέρια
κι
απ’ των Τούρκων τα μαχαίρια. (2)
Ένα τραγούδι θα σας πω για το Λεβέντη,
τον ασπρομάλλη μας, το Γέρο του Μοριά
και βάλτε, αδέλφια μας, για να στηθεί το γλέντι
τριπολιτσιώτικο κρασί και ψησταριά.
Γεια και χαρά σας, Μοραΐτες αδελφοί
κι εσείς κοπέλες, γεια σας.
Τη Λευτεριά η Ελλάδα μας
χρωστάει στη λεβεντιά σας.
Τα όμορφα χρόνια, τα παλιά, να ξαναζήσουν
και στου Ταΰγετου την πιο ψηλή κορφή,
κει, των προγόνων οι σκιές χορό να στήσουν
και να τους λέει τ' αγέρι τούτη τη στροφή:
Γεια και χαρά σας, Μοραΐτες αδελφοί,
που η μάνα αν δε σας γέννα
ούτ' Αγια - Λαύρα θα 'χαμε
ούτε Εικοσιένα.
ΟΛΗ ΔΟΞΑ, ΟΛΗ
ΧΑΡΗ
Όλη
δόξα, όλη χάρη
άγια
μέρα ξημερώνει
και
στη μνήμη σου το Έθνος
χαιρετά
γονατιστό.
Και
τα στήθη σου όλο φλόγα
με
τον ήλιο σου πυρώνεις,
που
χρυσός με περηφάνια
περπατεί
στον ουρανό.
Στην
Αγία Λαύρα πρώτα
τις
χρυσές ακτίνες χύνει,
που
λεβέντες πρωτανάψαν
του
πολέμου τη φωτιά.
Τη
γαλάζια μας σημαία
με
τη χάρη του λαμπρύνει
και
του θείου Ιεράρχη χαιρετάει τη σκιά.
Ομορφιά
και δόξα χύνει
όπου
γη αιματωμένη
απ’
το τιμημένο αίμα
των
παιδιών της κλεφτουριάς.
Τ’
άγιο χώμα χαιρετάει
και
περήφανα διαβαίνει
από
τα Ψαρά στο Σούλι
και
στο Χάνι της Γραβιάς.
Απ’
τη Ρούμελη κι εκείθε
απ’
την Κλείσοβα περνάει
και
στο Μεσολόγγι μέσα
χύνει
το χρυσό του φως.
Την
αιματωμένη γη του
χαιρετάει
κι ευλογάει,
όπου
τόσοι σε μια νύχτα
έπεσαν
ηρωικώς.
ΠΑΙΔΙΑ ΤΗΣ ΣΑΜΑΡΙΝΑΣ
Κι εσείς παιδιά μωρέ κλεφτόπουλα.
Παιδιά της Σαμαρίνας, μωρέ παιδιά καημένα.
Παιδιά της Σαμαρίνας κι ας είστε λερωμένα.
Αν πάτε, πά - μωρ' πάνω στα βουνά,
ψηλά στη Σαμαρίνα μωρέ παιδιά καημένα.
ψηλά στη Σαμαρίνα κι ας είστε λερωμένα.
Τουφέκια να μωρ' να μη ρίξετε.
Τραγούδια να μην πείτε μωρέ παιδιά καημένα.
Τραγούδια να μην πείτε κι ας είστε λερωμένα.
Κι αν σας ρωτήσει μωρέ η μάνα μου,
η δόλια η αδερφή μωρέ παιδιά καημένα.
η δόλια η αδερφή μου κι ας είστε λερωμένα.
Μην πείτε, πεί - μωρ' πως εχάθηκα.
Πως είμαι σκοτωμένος μωρέ παιδιά καημένα.
Πως είμαι σκοτωμένος κι ας είστε λερωμένα.
ΣΑΡΑΝΤΑ ΠΑΛΙΚΑΡΙΑ
Σαράντα παλικάρια
από τη Λε- από τη Λεβαδιά.
Πάνε για να πατήσουνε
την Τροπό- μωρέ την Τροπολιτσά.
Στο δρόμο που πηγαίνανε
γέροντ' α- μωρέ γέροντ' απαντούν.
"Γεια σου χαρά σου γέρο !!!"
"Καλώς τα τα- καλώς τα τα παιδιά.
Που πάτε παλικάρια
που πάτ' ορέ- που πάτ' ορέ παιδιά;"
"Πάμε για να πατήσουμε
την Τροπό- μωρέ την Τροπολιτσά !!!".
ΤΑ ΕΥΖΩΝΑΚΙΑ
Στην Αγιά Σοφιά
αγνάντια βλέπω τα ευζωνάκια
Τα ευζωνάκια τα
καημένα στους πολέμους μαυρισμένα(2)
κλέφτικο χορό
χορεύουν και τ’ αντίπερα αγναντεύουν.
Κι αγναντεύοντας
την πόλη τραγουδούν και λένε: (2)
Τούτοι είν' οι
χρυσοί της θόλοι, αχ κατακημένη πόλη
να η μεγάλη
εκκλησιά μας, πάλι θα γενεί δικιά μας.
Στην κυρά τη
Δέσποινά μας πες να μη λυπάται
στις εικόνες να
μη κλαίνε, τα Ευζωνάκια μας το λένε.(2)
Κι ο παπάς που
'ναι κλεισμένος μέσα στ' Αγιο Βήμα
Τά Ευζωνάκια δε
θ' αργήσει, νά 'βγει να τα κοινωνήσει
και σε λίγο
βγαίνουν τ' Αγια μέσα σε μυρτιές και βάγια.(2)
ΤΑ ΚΛΕΦΤΟΠΟΥΛΑ
Μάνα μου τα, μάνα μου τα κλεφτόπουλα,
τρώνε και τραγουδάνε, άιντε πίνουν και γλεντάνε.
τρώνε και τραγουδάνε, άιντε πίνουν και γλεντάνε.
Μα ένα μικρό, μα ένα μικρό κλεφτόπουλο,
δεν τρώει, δεν τραγουδάει, βάι δεν πίνει, δεν γλεντάει.
Μόν' τ' άρματα, μόν' τ' άρματα του κοίταζε.
Του ντουφεκιού του λέει: «Γεια σου Κίτσο μου λεβέντη!»
Τόσες φορές, τόσες φορές με γλύτωσες
απ' των εχθρών τα χέρια κι απ' των Τούρκων τα μαχαίρια.
Και τώρα με, και τώρα με παράτησες
σαν καλαμιά στον κάμπο. Βάι δε ξέρω τι να κάνω.
ΤΗ ΥΠΕΡΜΑΧΩ
Τη υπερμάχω στρατηγώ τα
νικητήρια,
ως λυτρωθείσα
των δεινών ευχαριστήρια,
αναγράφω σοι η
πόλις σου Θεοτόκε.
Αλλ’ ως έχουσα
το κράτος απροσμάχητον,
εκ παντοίων με
κινδύνων ελευθέρωσον,
ίνα κράζω σοι:
Χαίρε, νύμφη ανύμφεφτε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου